Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιβόλι το [perivóli] Ο44 : χώρος στον οποίο καλλιεργούνται λαχανικά ή οπωροφόρα δέντρα· (πρβ. μπαξές, κήπος). ΦΡ μου έκανε την καρδιά ~, (ειρ.) με δυσαρέστησε, με στενοχώρησε πολύ: Mου είπε τα νέα και μου έκανε την καρδιά ~.
περιβολάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. περιβόλι(ν) < ελνστ. περιβόλιον `περίφραχτος χώρος΄ υποκορ. του αρχ. περίβολος]