Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιβάλλω [periválo] -ομαι Ρ πρτ. περιέβαλλα, αόρ. περιέβαλα, απαρέμφ. περιβάλει, παθ. αόρ. περιβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και περιεβλήθη, περιεβλήθησαν, απαρέμφ. περιβληθεί, μππ. περιβεβλημένος* : 1. (λόγ.) καλύπτω, προστατεύω κτ. με πράγμα που το τοποθετώ (το κατασκευάζω, το προσαρμόζω κτλ.) γύρω του. 2. είμαι γύρω γύρω από κτ. (για να το προστατέψω): Ένας ξύλινος φράχτης περιβάλλει τον κήπο. || (παθ.) έχω γύρω μου: Ο πύργος περιβάλλεται από βαθιά τάφρο. 3. (μτφ.) με την πρόθεση με και αφηρημένο ουσιαστικό, για να εκφραστεί το θετικό συναίσθημα ή η διάθεση που δηλώνει το ουσιαστικό που ακολουθεί: ~ κπ. με την εκτίμησή μου, τον εκτιμώ. ~ κπ. με την αγάπη μου, τον αγαπώ. 4. (συνήθ. παθ.) καλύπτομαι από κτ. για να εμφανιστώ ισχυρότερος, να ισχυροποιηθώ ή για να προστατευτώ: Ο κίνδυνος της δημοτικιστικής εισβολής δεν ήταν ακόμη τόσο μεγάλος, ώστε η χρήση της καθαρεύουσας να πρέπει να περιβληθεί την ισχύ του νόμου.
[λόγ. < αρχ. περιβάλλω]