Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιέλιξη η [periéliksi] Ο33 : (ηλεκτρολ.) η τοποθέτηση πηνίων στα κανάλια του πυρήνα (δηλ. του σταθερού τμήματος) ενός ηλεκτροκινητήρα, γεννήτριας, μετασχηματιστή: Περιελίξεις μοτέρ.
[λόγ. < ελνστ. περιέλιξις `τύλιγμα΄ (-σις > -ση)]