Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περγαμόντο το [perγamóndo] & (προφ.) περγαμότο το [perγamóto] Ο39 : φυτό από τα εσπεριδοειδή και ο ευωδιαστός υπόξινος ή πικρόξινος καρπός του. || γλυκό του κουταλιού από το φλοιό του καρπού περγαμόντο ή αιθέριο έλαιο.
[ιταλ. bergamotto (αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα) και ηχηροπ. του μεσοφ. [t] ]