Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περβάζι το [pervázi] & πρεβάζι το [prevázi] Ο44 : το κάτω, συνήθ. και πλατύτερο, τμήμα του πλαισίου ενός παραθύρου ή μιας πόρτας: Στεκόταν στο παράθυρο με τα χέρια ακουμπισμένα στο ~. || πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας· κούφωμα.
[τουρκ. pervaz (από τα περσ.) -ι· μετάθ. του [r] ]