Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περαστός -ή -ό [perastós] Ε1 : 1. (για κατασκευή, ιδ. ξύλινη ) που τα τμήματά της είναι σφηνωμένα μεταξύ τους και όχι απλώς καρφωμένα ή κολλημένα: Περαστό πορτόφυλλο / παραθυρόφυλλο. Περαστή κασέλα / καρέκλα. 2α. (σπάν.) περασμένος από κτ. ή από κάπου: Nτουφέκι περαστό στον ώμο. β. (μαγειρ.) που τον έχουν περάσει από σουρωτήρι, τρίφτη κτλ.: Nτομάτα περαστή από το τρυπητό.
περαστά ΕΠIΡΡ. [περασ- (περνώ) -τός]