Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περαστικός -ή -ό [perastikós] Ε1 : 1. (ιδ. για πρόσ.) που περνά κάπου κοντά: Ένα ξενοδοχείο για περαστικούς τουρίστες. Είμαι ~ από κάπου, περνώ από κάπου. Ήμουν ~ από τη γειτονιά σας και ήρθα να σας δω. || (παρωχ.) πολυσύχναστος: ~ δρόμος. || (ως ουσ.) ο περαστικός, αυτός που περνά: Σταμάτησε έναν περαστικό για να ζητήσει φωτιά. Στην πλατεία δεν υπήρχαν παρά λίγοι περαστικοί. 2. (μτφ.) που διαρκεί λίγο· προσωρινός, παροδικός, πρόσκαιρος: Όλοι είμαστε περαστικοί από αυτό τον κόσμο, δεν είμαστε αθάνατοι. Mία περαστική μπόρα / ιδιοτροπία / αρρώστια. Ένας ~ πόνος. Aς / να είναι περαστικό, (ως ευχή για κτ. κακό) ας σταματήσει. 3. (προφ., ως ουσ.) τα περαστικά, η αμοιβή του τεχνίτη για την τοποθέτηση ιδίως ενός εξαρτήματος στην κατάλληλη θέση.
περαστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2, ως ευχή για ανάρρωση αρρώστου και ειρωνικά γι΄ αυτόν που έπαθε ένα κακό: Σου εύχομαι ~ ή ~ σου! [περασ- (περνώ) -τικός]