Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περασμένος -η -ο [perazménos] Ε3 : 1. που τον έχουν περάσει. α. που τον έχουν κάνει να περάσει από κάπου: Σιτάρι περασμένο από το κόσκινο. Aλεύρι περασμένο από τη σίτα. β. που τον έχουν τοποθετήσει κάπου, ιδίως στην κατάλληλη θέση, περνώντας τον: Δαχτυλίδι περασμένο στο δάχτυλο. Θηλιά περασμένη στο λαιμό. γ. που τον έχουν καταχωρίσει κάπου: Στοιχεία περασμένα στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ονόματα που δεν είναι περασμένα στον κατάλογο. δ. που έχουν ασκήσει επάνω του ορισμένη άλλη ενέργεια: Δάπεδο περασμένο με το σφουγγαρόπανο· (πρβ. σφουγγαρισμένος). Ρούχα περασμένα με τη βούρτσα· (πρβ. βουρτσισμένος). Tοίχος ~ με χρώμα δυο / τρεις φορές. 2. που έχει περάσει χρονικά, που ανήκει στο παρελθόν· (πρβ. παλιός): Οι περασμένες γενιές / εποχές. Ρούχο περασμένης μόδας. Tα περασμένα χρόνια / γεγονότα. Άνθρωπος περασμένης ηλικίας, ηλικιωμένος. || (ως ουσ.) τα περασμένα: Σκέφτεται / θυμάται τα περασμένα. (έκφρ.) περασμένα μεγαλεία*. ΦΡ περασμένα ξεχασμένα*. || (για ώρα): Είναι περασμένες δύο / τρεις
, η ώρα έχει περάσει κάπως από δύο / τρεις
|| (με οριστικό άρθρο ενικού αριθμού) ο προηγούμενος: Ο ~ χειμώνας. H περασμένη χρονιά / γενιά. Tο επόμενο καλοκαίρι θα είναι πιο ζεστό από το περασμένο.
[μππ. του περνώ]