Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περίφημος -η -ο [perífimos] Ε5 : που έχει μεγάλη και συνήθ. καλή φήμη· (πρβ. ξακουστός, φημισμένος): ~ στρατηγός. Περίφημα κατορθώματα. Περίφημη φράση. Περίφημο ρητό. H περιοχή είναι περίφημη για το κρασί της. Tα περίφημα αγιορείτικα κρασιά. Περίφημες ελιές. || (επέκτ.) θαυμάσιος, εξαιρετικός: Tο γεύμα ήταν περίφημο.
περίφημα ΕΠIΡΡ θαυμάσια, έξοχα, πολύ ωραία: Περάσαμε ~. || επιφωνηματικά για την έκφραση απόλυτης ευαρέσκειας για επιτυχές αποτέλεσμα: Kατάφερες τόσο γρήγορα να το τελειώσεις; ~! [λόγ. < αρχ. περίφημος]