Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίτρομος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίτρομος -η -ο [perítromos] Ε5 : που τρέμει ολόκληρος από το φόβο του, που έχει κυριευτεί από μεγάλο φόβο· περίφοβος, περιδεής, καταφοβισμένος: Περίτρομοι κοιτούσαν το φοβερό θέαμα. || που εκφράζει μεγάλο τρόμο, φόβο: Περίτρομο βλέμμα / ύφος.

[λόγ. < ελνστ. περίτρομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες