Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περίστροφο το [perístrofo] Ο42 : πιστόλι με μύλο (με περιστρεφόμενο κύλινδρο φυσιγγίων)· ρεβόλβερ: Εξάσφαιρο ~. || (επέκτ.) για κάθε είδους πιστόλι.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. περίστροφος `που περιστρέφεται σε υποδοχή΄ σημδ. αγγλ. revolver]