Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περίσταση η [perístasi] Ο33 : η κατάσταση των πραγμάτων όπως διαμορ φώνεται και εμφανίζεται σε ορισμένη χρονική στιγμή· συγκυρία: Οι περι στάσεις της ζωής, οι συγκυρίες. Εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις και πλούτισε. Δύσκολη / κρίσιμη / ευνοϊκή / δυσμενής / εξαιρετική ~. (έκφρ.) κατά την ~ ή κατά τις περιστάσεις, ανάλογα με το πώς διαμορφώνονται τα πράγματα, οι συνθήκες. στέκομαι / (λόγ.) αίρομαι στο ύψος* των περιστάσεων.
[λόγ. < ελνστ. περίστα(σις) -ση, αρχ. σημ.: `περίγυρος΄]