Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίσσευμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίσσευμα το [perísevma] & περίσσεμα το [perísema] Ο49 : ό,τι περισσεύει· περίσσεια, πλεόνασμα, αφθονία. || (ειδικότ. σε συσσίτια) η δεύτερη, η επιπλέον της κανονικής μερίδα.

[ελνστ. περίσσευμα· αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες