Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περίσσεια η [perísia] Ο27α : (λόγ.) πλεόνασμα, περίσσευμα. || αφθονία: ~ αγαθών.
[λόγ. < ελνστ. περισσεία με σφαλερή μετακ. του τόνου εξαιτίας της γεν. περισσείας]