Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίπτερο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίπτερο το [períptero] Ο40 : 1. μικρό οίκημα στο πεζοδρόμιο οδού ή πλατείας που λειτουργεί ως κατάστημα πώλησης ποικίλων αντικειμένων κοινής καθημερινής χρήσης (τσιγάρων, εφημερίδων κτλ.): Άδεια περιπτέρου. 2. μεμονωμένο κτίσμα σε κήπο, κτήμα κτλ. για αναψυχή, ανάπαυ ση κτλ.: Kυνηγητικό ~. 3. ιδιαίτερο κτίσμα σε εμπορική έκθεση: Tα περίπτερα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.

[λόγ. < ελνστ. περίπτερον `κτίσμα με κολόνες γύρω γύρω΄ σημδ. γαλλ. kiosque (δες στο κιόσκι) συν. του pavillon]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίπτερος -η -ο [perípteros] Ε5 : για οικοδόμημα που έχει και στις τέσσερις πλευρές του σειρά κιόνων· περίστυλος· (πρβ. δίπτεροςII): ~ ναός.

[λόγ. < ελνστ. περίπτερος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιπτερούχος ο [peripterúxos] Ο18 θηλ. περιπτερούχος [peripterúxos] Ο35 : (λόγ.) ιδιοκτήτης περιπτέρου· περιπτεράς: Διαμαρτυρία των περιπτερούχων της πόλης μας για την απόφαση του δήμου να επιβάλει ειδικό φόρο.

[λόγ. περίπτερ(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες