Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίπολος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίπολος η [perípolos] Ο36 : το μικρό (στρατιωτικό ή αστυνομικό) απόσπασμα που περιπολεί: Στρατιωτική / αστυνομική ~. || σκάφος και άγημά του που περιπολεί σε θαλάσσια περιοχή: ~ του λιμεναρχείου.

[λόγ. < αρχ. περίπολος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες