Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περίπλοκος -η -ο [períplokos] Ε5 : που δεν είναι απλός, στη διάταξη ή τη σύνθεση των στοιχείων του, και γι΄ αυτό είναι δύσκολος· πολύπλοκος. ANT απλός: ~ μηχανισμός. Περίπλοκο σύστημα. Περίπλοκη υπόθεση / κατάσταση, μπερδεμένη. Οι περίπλοκες σχέσεις της κοινωνικής ζωής. Περίπλοκο ύφος, στρυφνό.
[λόγ. < ελνστ. περίπλοκος]