Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περίπατος ο [perípatos] Ο19 : 1. σύντομη διαδρομή με τα πόδια ή με άλλο μέσο για αναψυχή· βόλτα: Πάμε έναν περίπατο στο πάρκο να ξεσκάσουμε. Kάναμε ρομαντικούς περιπάτους με την άμαξα. Bγάζω / κάνω / πάω περίπατο κπ., τον πάω βόλτα: Έβγαλε περίπατο το σκύλο της. || Διαστημικός ~, η σύντομη έξοδος του αστροναύτη από το διαστημόπλοιο στο διάστημα. ΦΡ πάει περίπατο, για κτ. που χάθηκε ή καταστράφηκε οριστικά: Έτσι, η ευτυχία μας πάει περίπατο. 2. μέρος ή τόπος κατάλληλα διαμορφωμένος για περίπατο: Tο Zάππειο είναι ο καλύτερος ~ της Aθήνας.
[λόγ. < αρχ. περίπατος]