Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίνεο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίνεο το [períneo] Ο40 : (ανατ.) το κάτω μέρος του κορμού του σώματος που αντιστοιχεί στο στόμιο της πυέλου, της λεκάνης.

[λόγ. < αρχ. περίνεος ουδ. κατά το όσχεο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες