Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίγυρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίγυρος ο [períjiros] Ο20 : 1. περίφραγμα, μάντρα. 2. σύνολο προσώπων που αποτελούν το κάπως στενό ή πιο άμεσο περιβάλλον κάποιου· περιβάλλον: Πολιτικός / κοινωνικός ~. Φιλικός / καλλιτεχνικός ~.

[1: περι- γύρος (πρβ. μσν. επίρρ. περιγύρου)· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. alentours]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες