Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίβολος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίβολος ο [perívolos] Ο20α : 1. ο περιφραγμένος χώρος γύρω από κτίριο: Tα παιδιά έπαιζαν στον περίβολο της εκκλησίας / του σχολείου. 2. ο τοίχος ή ο φράχτης που αποτελεί την περίφραξη ενός χώρου: Ψηλός πέτρινος ~.

[λόγ. < αρχ. περίβολος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες