Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεπαλαιωμένος -η -ο [pepaleoménos] Ε3 : (λόγ.) που έχει παλιώσει και ιδίως έχει ξεπεραστεί από την εξέλιξη: Πεπαλαιωμένα μηχανήματα / όπλα. ~ εξοπλισμός. Πεπαλαιωμένες ιδέες / λύσεις.
[λόγ. < αρχ. πεπαλαιωμένος μππ. του παλαιῶ `παλιώνω΄]