Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεπαλαιωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεπαλαιωμένος -η -ο [pepaleoménos] Ε3 : (λόγ.) που έχει παλιώσει και ιδίως έχει ξεπεραστεί από την εξέλιξη: Πεπαλαιωμένα μηχανήματα / όπλα. ~ εξοπλισμός. Πεπαλαιωμένες ιδέες / λύσεις.

[λόγ. < αρχ. πεπαλαιωμένος μππ. του παλαιῶ `παλιώνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες