Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντικιούρ το [pedikúr] Ο (άκλ.) : περιποίηση και καλλωπισμός των νυχιών του ποδιού.
[λόγ. < αγγλ. pedicure κατά το τονικό σχ. των δανείων από τα γαλλ.]