Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενταώροφος -η -ο [pendaórofos] Ε5 : (ιδ. για κτίριο) που έχει πέντε ορόφους: Πενταώροφη οικοδομή / πολυκατοικία. || (επέκτ.): Πενταώροφη τούρτα.
[λόγ. πεντα- + -ώροφος (πρβ. ελνστ. πεντώροφος ίδ. σημ.)]