Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντασθενής -ής -ές [pendasθenís] Ε10 : (χημ.) που έχει σθένος πέντε: ~ ρίζα. Πεντασθενές στοιχείο.
[λόγ. πεντα- + σθέν(ος) -ής μτφρδ. αγγλ. pentavalent (penta- = πεντα-)]