Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντακοσιοστός -ή -ό [pendakosiostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός πεντακόσια: Πεντακοσιοστή επέτειος. 2. (ως ουσ.): Ο ~ στη σειρά. || το πεντακοσιοστό, το ένα από τα πεντακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο (ένα) πεντακοσιοστό.
[λόγ. < αρχ. πεντακοσιοστός]