Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πενταετής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πενταετής -ής -ές [pendaetís] Ε10 : που έχει διάρκεια πέντε ετών· πεντάχρονος: Πενταετείς σπουδές. ~ θητεία / υπηρεσία. Mίσθωση πενταετούς διάρκειας. Tο πενταετές οικονομικό πρόγραμμα / σχέδιο και ως ουσ. το πενταετές.

[λόγ. < αρχ. πενταετής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες