Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενταετής -ής -ές [pendaetís] Ε10 : που έχει διάρκεια πέντε ετών· πεντάχρονος: Πενταετείς σπουδές. ~ θητεία / υπηρεσία. Mίσθωση πενταετούς διάρκειας. Tο πενταετές οικονομικό πρόγραμμα / σχέδιο και ως ουσ. το πενταετές.
[λόγ. < αρχ. πενταετής]