Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεντάχορδος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεντάχορδος -η -ο [pendáxorδos] Ε5 : α. που έχει πέντε χορδές: Πεντάχορδα μουσικά όργανα. β. (ως ουσ.) το πεντάχορδο: β1. ονομασία αρχαίου ελληνικού μουσικού οργάνου. β2. μουσικό σύστημα που αποτελείται από πέντε φθόγγους.

[λόγ. < ελνστ. πεντάχορδος, τό πεντάχορδον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες