Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεντάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεντάρι το [pendári] Ο44 : σύνολο από πέντε ομοειδείς μονάδες. 1α. διαμέρισμα με πέντε κύρια δωμάτια: Mένει σ΄ ένα ~ στο κέντρο. β. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). γ. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα πέντε. δ. επιτυχία πέντε προβλέψεων στο λότο: Έπιασε ~. 2. χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό πέντε και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της ομάδας του: ~ σπαθί. 3. (ως επίθ.) για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα πεντάρια. πενταράκι το YΠΟKΟΡ.

[πέντ(ε) -άρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες