Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντάνιο το [pendánio] Ο40 : (χημ.) ονομασία άκυκλων οργανικών ενώσεων που είναι κεκορεσμένοι υδρογονάνθρακες και έχουν στο μόριό τους πέντε άτομα άνθρακα.
[λόγ. < διεθ. pent(a)- = πεντ(α)- + -ane = -άνιον]