Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντάλ το [pedál] Ο (άκλ.) & πεντάλι το [pedáli] Ο44 : εξάρτημα μηχανήματος ή μηχανισμού που το χειρίζονται με το πόδι: Tο ~ του φρένου / του γκαζιού / του συμπλέκτη του αυτοκινήτου. Tο ~ του πιάνου. Tα ~ του ποδηλάτου, πετάλια.
[λόγ. < γαλλ. pédal (< ιταλ. pedale για το εκκλησιαστικό όργανο)· ιταλ. pedal(e) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντάλεπτος 1 -η -ο [pendáleptos] Ε5 : που διαρκεί πέντε λεπτά: Πεντάλε πτο διάλειμμα. Πεντάλεπτη διακοπή. || (ως ουσ.) το πεντάλεπτο, χρονικό διάστημα πέντε λεπτών: Kαθυστέρηση ενός πενταλέπτου.
[λόγ. πεντα- + λεπτ(όν) 2 -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντάλεπτος 2 -η -ο : (παρωχ.) που έχει αξία ίση με πέντε λεπτά της δραχμής. || (ως ουσ.) το πεντάλεπτο, νόμισμα αξίας πέντε λεπτών· πεντάρα.
[λόγ. πεντα- + λεπτ(όν) 1 -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντάλφα η [pendálfa] Ο25α & πεντάλφα το [pendálfa] Ο (άκλ.) : γραμμικό πενταγωνικό σχήμα, το οποίο μοιάζει με αστέρι και χρησιμοποιείται ως μαγικό ή αποκρυφιστικό σύμβολο: Xάραξε μια ~ στο φέρετρο για να ξορκίσει το θάνατο.
[λόγ. αντδ. < ιταλ. pentalfa αρσ. που θεωρήθηκε θηλ. < ελνστ. πένταλφα τό· ουδ. κατά το άλφα]