Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντάγωνος -η -ο [pendáγonos] Ε5 : 1. (για γεωμετρικό σχήμα) που έχει πέντε γωνίες. 2. (ως ουσ.) το πεντάγωνο: α. πεντάγωνο σχήμα: (μαθημ.) Kανονικό ~. β. Πεντάγωνο, το υπουργείο άμυνας των HΠA: Ο εκπρόσωπος του (αμερικανικού) Πενταγώνου. || (επέκτ.): Tο ελληνικό Πεντάγωνο.
[λόγ.: 1, 2α: αρχ. πεντάγωνος· 2β: αγγλ. Ρentagon (στη νέα σημ., επειδή το κτίριο έχει σχήμα πενταγώνου) -ον < υστλατ. pentagonum < αρχ. πεντάγωνον]