Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενιχρότητα η [penixrótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι πενιχρός: H ~ της βλάστησης / της απόδοσης. Kαλύπτει την ~ των επιχειρημάτων του με ρητορισμούς.
[λόγ. < ελνστ. πενιχρότης, αιτ. -ητα]