Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενιχρός -ή -ό [penixrós] Ε1 : που είναι πολύ λίγος: H έρημος είναι έκτα ση με πενιχρή ή ανύπαρκτη βλάστηση. α. ανεπαρκής: Πενιχρά επιχειρήματα / μέσα. Έκθεση με πενιχρό περιεχόμενο. β. ασήμαντος: Πενιχρή απόδοση. Επίθεση με πενιχρά αποτελέσματα. γ. φτωχός, φτωχικός: Πενιχρό γεύμα / ντύσιμο.
πενιχρά ΕΠIΡΡ: Δρόμος ~ φωτισμένος. Άνθρωπος ~ ντυμένος. [λόγ. < αρχ. πενιχρός]