Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πενιουάρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πενιουάρ το [penuár] & πενουάρ το [penuár] Ο (άκλ.) : λεπτή γυναικεία ρόμπα.

[λόγ. < γαλλ. peignoir· τροπή [n > n] ;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες