Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενθήμερος -η -ο [penθímeros] Ε5 : 1. που έχει διάρκεια πέντε ημερών: Tους έδωσε πενθήμερη προθεσμία. 2. (ως ουσ.) το πενθήμερο: α. για χρονικό διάστημα: Έχετε προθεσμία ένα πενθήμερο. β. (ειδικότ.) εβδομάδα πέντε εργάσιμων ημερών: Οι εργαζόμενοι δεν πρόκειται να δεχτούν κατάργηση του πενθήμερου.
[λόγ. < ελνστ. πενθήμερος (στη σημ. 1, πρβ. ελνστ. πενθημερία `εργασία πέντε ημερών΄)]