Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενηντάρι το [penindári] Ο44 : σύνολο από πενήντα ομοειδείς μονάδες. 1. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Δίνω ένα ~ το μήνα. 2. νόμισμα, χαρτονόμισμα ή κέρμα αξίας πενήντα δραχμών· πενηντάρικο, πενηντάδραχμο. 3. (προφ.) μηχανάκι πενήντα κυβικών· πενηνταράκι3.
[πενήντ(α) -άρι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενηνταριά η [penindarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου πενήντα: Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές / σελίδες.
[πενήντ(α) -αριά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενηντάρικο το [penindáriko] Ο41 : νόμισμα, χαρτονόμισμα ή κέρμα αξίας πενήντα δραχμών· πενηντάρι, πενηντάδραχμο.
[πενήντ(α) -άρικο]