Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πενηντάρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πενηντάρης ο [penindáris] Ο11 θηλ. πενηντάρα [penindára] Ο25α : για πρόσωπο που έχει ηλικία (περίπου) πενήντα ετών. || (ως επίθ.) πενηντάχρονος.

[πενήντ(α) -άρης· πενηντάρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες