Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενηντάδραχμο το [penindáδraxmo] Ο41 : πενηντάρικο, πεντηκοντάδραχμο.
[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του πεντηκοντάδραχμον κατά το πεντήκοντα > πενήντα]