Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πελώριος -α -ο [pelórios] Ε6 : που έχει εξαιρετικά μεγάλο, εντυπωσιακό ή επιβλητικό μέγεθος· τεράστιος: Πελώριο δέντρο. Πελώριοι βράχοι. Πελώριο οικοδόμημα.
[λόγ. < αρχ. πελώριος]