Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πελώριος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πελώριος -α -ο [pelórios] Ε6 : που έχει εξαιρετικά μεγάλο, εντυπωσιακό ή επιβλητικό μέγεθος· τεράστιος: Πελώριο δέντρο. Πελώριοι βράχοι. Πελώριο οικοδόμημα.

[λόγ. < αρχ. πελώριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες