Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πελότα 1 η [pelóta] Ο25 : μικρό μαξιλαράκι που το χρησιμοποιούν ράφτες και μοδίστρες για να καρφώνουν σε αυτό καρφίτσες και βελόνες, για πρόχειρη χρήση.
[γαλλ. pelot(e) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πελότα 2 η : παιχνίδι ισπανικής (βασκικής) προέλευσης που παίζεται με μικρή ελαστική σφαίρα την οποία οι αντίπαλοι παίχτες (εφοδιασμένοι με ειδικού σχήματος μεγάλα και σκληρά γάντια) την πετούν επάνω σε ειδικά διαμορφωμένο τοίχο και την ξαναπιάνουν, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες.
[ιταλ. pelota < ισπαν. pelota]