Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πελτές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πελτές ο [peltés] & μπελτές ο [beltés] & μπελντές ο [beldés] Ο13 : I. πολτός ντομάτας βρασμένος με αλάτι για να διατηρηθεί· ντοματοπελτές. II. Kυδώνι ~, είδος μαρμελάδας ή γλύκισμα σε μορφή ζελέ, συνήθ. από κυδώνι.

[τουρκ. pelte (από τα περσ.) -ς· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] · αφομ. ηχηρ. [b-t > b-d] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες