Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πελοποννησιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πελοποννησιακός -ή -ό [peloponisiakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην Πελοπόννησο ή στους Πελοποννησίους· (πρβ. μοραΐτικος): Πελοποννησιακές πόλεις. Πελοποννησιακοί σύλλογοι. Πελοποννησιακές εφημερίδες. || (ιστ.): ~ πόλεμος.

[λόγ. < ελνστ. Πελοποννησιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες