Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πελιδνός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πελιδνός -ή -ό [peliδnós] Ε1 : (λόγ.) (κυρ. για το χρώμα του προσώπου) ωχρός και μελανός: Πελιδνό πρόσωπο. Έγινε ~ από φόβο / από θυμό / από οργή.

[λόγ. < αρχ. πελιδνός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες