Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πελάτης ο [pelátis] Ο10 θηλ. πελάτισσα [pelátisa] Ο27 : αυτός που αγοράζει αγαθά ή υπηρεσίες από κατάστημα ή ελεύθερο επαγγελματία: Παλιός / τακτικός ~. Οι πελάτες καταστήματος / γραφείου / τράπεζας. Οι πελάτες εμπόρου / τεχνίτη / δικηγόρου. || (συχνά) ο τακτικός πελάτης: Aν είστε ~ μας, θα σας κάνουμε ειδική έκπτωση.
[λόγ. < αρχ. πελάτης `που πλησιάζει έναν ισχυρό για να ζητήσει προστασία΄ σημδ. γαλλ. client (< λατ. cliens ίδ. σημ. με το αρχ.)· πελάτ(ης) -ισσα]