Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεισμάτωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεισμάτωμα το [pizmátoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πεισματώνω· πείσμωμα.

[πεισματώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες