Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πειραχτικός -ή -ό [piraxtikós] & πειρακτικός -ή -ό [piraktikós] Ε1 : που πειράζει, που προκαλεί ή επιδιώκει να προκαλέσει λύπη, θυμό κτλ., να προσβάλει κτλ.· (πρβ. δηκτικός, προσβλητικός): Πειραχτικά λόγια / γέλια. Πειραχτική ματιά. || προσβλητικός: Πειραχτικά σχόλια.
[-χτ-: πειρακ- (πειράζω) -τικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]