Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πειραχτήρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειραχτήρι το [piraxtíri] Ο44 & πειραχτήριο το [piraxtírio] Ο42 : για πρόσωπο, συχνά παιδί, που του αρέσει να πειράζει, να ενοχλεί για αστεϊσμό άλλους: Tο ~ της παρέας μας / της τάξης μας. Mεγάλο ~ ο φίλος σου!

[-τήρι: πειρακ- (πειράζω) -τήρι με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -τήριο: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες