Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πειρατής ο [piratís] Ο7 : 1. αυτός που επιτίθεται σε πλοία (εμπορικά) και αρπάζει το φορτίο τους· ληστής σε θάλασσα· κουρσάρος: Πειρατές του Aιγαίου. 2. (προφ., μτφ.) για πρόσωπο που ασκεί ορισμένη επαγγελματι κή δραστηριότητα παράνομα και ευκαιριακά.
[λόγ. < ελνστ. πειρατής (στη σημ. 1)]