Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πειραματόζωο το [piramatózoo] Ο41 : ζώο που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση επιστημονικών πειραμάτων. || (επέκτ.) για άνθρωπο: Tον χρησιμοποίησαν ως ~ για τη δοκιμή του νέου φαρμάκου. || (μτφ.): Aντιμετωπίζουν τα παιδιά ως πειραματόζωα για την εφαρμογή νέων μεθόδων διδασκαλίας.
[λόγ. πειραματ- (πείραμα) -ο- + ζώον]